- οἰνοχόη
- οἰνοχόηvessel forfem nom/voc sg (attic epic ionic)οἰνοχοέωimperf ind act 3rd sg (epic doric aeolic)οἰνοχοέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰνοχόῃ — οἰνοχόη vessel for fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοχόη — Αρχαίο αγγείο με μια λαβή, το οποίο γέμιζαν με κρασί από τον κρατήρα. Οι ο. ήταν κατασκευασμένες από πηλό ή από ορείχαλκο και, πολλές φορές, από ασήμι. Στους αρχαιότερους χρόνους ήταν αγγείο μάλλον βαρύ, με μεγάλη κοιλιά και βάση. Αργότερα όμως… … Dictionary of Greek
οἰνοχοῇ — οἰνοχοέω pres subj mp 2nd sg οἰνοχοέω pres ind mp 2nd sg οἰνοχοέω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόαι — οἰνοχόη vessel for fem nom/voc pl οἰνοχόᾱͅ , οἰνοχόη vessel for fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχοῶν — οἰνοχόη vessel for fem gen pl οἰνοχοέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόαις — οἰνοχόη vessel for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόην — οἰνοχόη vessel for fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχόης — οἰνοχόη vessel for fem gen sg (attic epic ionic) οἰνοχοέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης (Αθηνών) — Το μοναδικό μουσείο αρχαίας κυπριακής τέχνης στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2001 σε τέσσερις αίθουσες του ισογείου του Πολιτιστικού Κέντρου Αθηναΐς, στον Βοτανικό Αθηνών. Η Αθηναΐδα, το παλιό εργοστάσιο κατασκευής μεταξιού,… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek